Απόλαυση στο μέγιστο!
Η ψηφιακή δορυφορική τηλεόραση ανοίγει ένα νέο κόσμο στο χώρο της διασκέδασης εισερχόμενη στα ...λημέρια του Home Theater. Η πολύ καλή ποιότητα εικόνας, που μπορεί πλέον να φτάσει σε ανάλυση HD και ακόμα περισσότερο ο πολυκάναλος ποιοτικός ήχος, απαιτούν ανάλογες εγκαταστάσεις για να αποδώσουν τα μέγιστα και να παρέχουν οπτικοακουστική απόλαυση.
Γράφει ο/η Αργύρης Νομικός και Αλέξανδρος Ραγκούσης
Από τις οθόνες CRT στις Plasma, έως τους βιντεοπλοβολείς... Από τα ενσωματωμένα ηχεία της τηλεόρασης σε αυτόνομα πολυκαναλικά ηχοσυστήματα... Από το "τυχαίο" σαλόνι, στη μελέτη της ακουστικής... Όλες αυτές οι ανάγκες ξεκίνησαν από την υπόσχεση της ψηφιακής τεχνολογίας να παρέχει ανώτερη ποιότητα εικόνας και ήχου. Η δορυφορική τεχνολογία, ως μέσο που υπηρετεί την ψηφιακή τεχνολογία, συμβάλει και αυτή σε αυτό το παιχνίδι...
Αναλογική και Ψηφιακή εικόνα
Η  ανώτερη ποιότητα του ψηφιακού σήματος από το αναλογικό είναι πολύ σχετική. Η ψηφιακή μετατροπή και εκπομπή οποιασδήποτε τηλεοπτικής εικόνας προϋποθέτει υψηλή συμπίεση, η οποία εκτός του βασικού αλγόριθμου MPEG-2, μπορεί επιπρόσθετα να γίνει σε δύο ακόμη επίπεδα α) στην  ανάλυση της εικόνας και β) στην μείωση του ρυθμού διαμεταγωγής (bitrate) των ψηφιακών δεδομένων. Η λογική του MPEG-2 οδηγεί στο δεδομένο ότι όσο μεγαλύτερη δράση υπάρχει σε ένα βίντεο, τόσο λιγότερη συμπίεση «ανέχεται» για να μπορέσει να αποδώσει όλη την κίνηση, ενώ ένα «στατικό» βίντεο μπορεί να συμπιεστεί πολύ. Μια ιδανική εικόνα (συγκρίσιμη με την εικόνα του DVD) θα έπρεπε να έχει ανάλυση 720x576 και bitrate μεγαλύτερο των 4Mbps (σε περίπτωση μεταβλητού bitrate μεταξύ 2,5-6 Mbps). Δυστυχώς, πολλά δορυφορικά σήματα μειώνουν την ανάλυση μέχρι και 352x576 και ρίχνουν το bitrate σε τιμές κάτω των 2,5Mbps. Αυτό γίνεται στην προσπάθεια των παροχέων να Μεταβολή της απόστασης τηλεθέασης, σε σχέση με τις διαστάσεις της οθόνης.χωρέσουν στο δεδομένο εύρος ενός Transponder περισσότερα κανάλια, ώστε να πλουτίσουν το πρόγραμμά τους και να γίνουν πιο ελκυστικοί στο κοινό. Το αποτέλεσμα όμως είναι η εμφάνιση ψηφιακού θορύβου στο σήμα, το οποίο παρουσιάζει παραμόρφωση «μωσαϊκού», ιδιαίτερα σε σκηνές με γρήγορη κίνηση και δράση. Κακή εικόνα με αρκετά «σπασίματα» μπορούμε να έχουμε ακόμα σε οριακά σήματα ή σε κακές καιρικές συνθήκες.

Σχηματική αναπαράσταση λειτουργίας ενός LCD projector.Πως φαίνεται στην μεγάλη οθόνη;
Η μεγάλη οθόνη ενός Home Theater, όπως λέμε, ξεμπροστιάζει μια κακή μετάδοση εικόνας. Τα πράγματα βέβαια δεν είναι τόσο τραγικά, αφού αρκετοί μεγάλοι παροχείς εκπέμπουν το σήμα τους μέσα σε ποιοτικές προδιαγραφές ανάλυσης και bitrate, όμως ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, η ποιότητα είναι υποδεέστερη της ποιότητας ενός DVD και αυτό θα φανεί στην μεγάλη οθόνη, ιδιαίτερα στον πολύ απαιτητικό θεατή. Στον αντίποδα, το μέγεθος της εικόνας δημιουργεί μια κινηματογραφική μαγεία, η οποία δεν μπορεί να αντικατασταθεί από την συμβατική προβολή, ακόμα και με μικρές παραδοχές στην τελική ποιότητα.

Σχηματική αναπαράσταση λειτουργίας ενός DLP projector.Το μαύρο κάδρο του φορμά 16:9
Το 16:9 είναι δυστυχώς ένα φορμά, το οποίο αν και υποστηρίζεται πλήρως από τους κατασκευαστές τηλεοπτικών δεκτών (ιδιαίτερα σε μεγάλες ίντσες, δεν υπάρχει τηλεόραση 4:3 στην αγορά), δεν υφίσταται σε επίγεια τηλεοπτική εκπομπή (τουλάχιστον στην Ελλάδα). Το αποτέλεσμα είναι η πανάκριβη 32αρα, 36αρα ή 40αρα τηλεόραση που αγοράσαμε, να αποδίδει τα μέγιστα, μόνο σε αναπαραγωγή DVD, ενώ στα τηλεοπτικά προγράμματα, να παραμορφώνει και να καθίσταται κουραστική για πολλούς. Ευτυχώς, στις δορυφορικές εκπομπές, υπάρχουν κανάλια που μεταδίδονται με φορμά 16:9 και αξιοποιούν το κάδρο της τηλεόρασης.
Φορμά εικόνας σε προβολικά συστήματα.Οθόνη ή προβολικό σύστημα
Όπως είπαμε και παραπάνω, η μεγάλη οθόνη είναι το απαραίτητο συστατικό για τη δημιουργία της κινηματογραφικής μαγείας. Ανάλογα με το χώρο, συμβατικές οθόνες CRT, μεγαλύτερες των 32 ιντσών, μπορούν να δημιουργήσουν κινηματογραφική ψευδαίσθηση, όμως ένα πραγματικό Home Theater «απαιτεί» πολύ μεγάλη οθόνη LCD Συνδέσεις βίντεο (component, composite, S-Video και DVI).ή πλάσμα ή κάποιο προβολικό σύστημα (projector). Τα βασικά στοιχεία επιλογής ενός προβολικού συστήματος είναι η φωτεινότητά του και η ανάλυσή του. Σε μια απόσταση 5-6 μέτρων (σε ένα συνηθισμένο καθιστικό) ένας projector με ανάλυση SVGA (800x600) και φωτεινότητα 1200 ANSI Lumens, είναι υπέρ αρκετός. Για μεγαλύτερες απαιτήσεις, θα πρέπει να αναζητήσουμε μεγαλύτερη ανάλυση και φωτεινότητα (XGA, 1500-1800 ANSI Lumens). Αρκετός προβληματισμός υπάρχει επίσης στην επιλογή DLP ή LCD projector. Σε γενικές γραμμές και χωρίς να μπούμε σε τεχνικές λεπτομέρειες, θα αναφέρουμε ότι ένας DLP projector έχει λιγότερο Flickering (τρεμόσβημα) και καλύτερο contrast από έναν LCD, υστερεί όμως στη φωτεινότητα

Σωστή τοποθέτηση των ηχείων σε ένα Home Theater.Η εποχή της HDMI
Η συνδεσμολογία που αφορά το οπτικό μέρος ενός Home Theater είναι απλούστατη (σε αντίθεση με τον ήχο). Υπάρχουν τέσσερις δυνατότητες εξόδου από το δέκτη, η HDMI, οι Composite (απλό βίντεο με RCA βύσμα), S-Video και Component (RGB ή YPbPr). Όπως γνωρίζεται, η καλύτερη επιλογή είναι η HDMI, όπου ταυτόχρονα μεταφέρει εικόνα και ήχο. H διαφορά των υπόλοιπων τριών συνδέσεων είναι ότι στη σύνδεση Composite, το σήμα φωτεινότητας και οι δύο χρωμοφέρουσες, μεταφέρονται από το ίδιο ρεύμα, με το ίδιο καλώδιο, στη σύνδεση S-Video ένα ρεύμα μεταφέρει το σήμα φωτεινότητας και ένα δεύτερο τις δύο χρωμοφέρουσες, ενώ Σωστή τοποθέτηση προβολικού συστήματος.στην Component σύνδεση, χρησιμοποιούνται τρία διαφορετικά ρεύματα και τρία διαφορετικά καλώδια για τη μεταφορά των τριών πληροφοριών της εικόνας.

Ο Ήχος
Το βασικό στοιχείο, όμως, που διαφοροποιεί το Home Theater από τη συμβατική προβολή, δεν είναι η μεγάλη οθόνη, αλλά ο ήχος. Στην πραγματικότητα, ο ήχος είναι αυτός που δημιουργεί την κινηματογραφική ατμόσφαιρα και η ηχητική επένδυση είναι αυτή που μπορεί να προσδώσει στην προβαλλόμενη εικόνα διαφορετική χροιά και να δημιουργήσει στο θεατή διαφορετικά συναισθήματα. Σε όλη την εξέλιξη της κινηματογραφικής ιστορίας, η προσπάθεια βελτίωσης του ήχου ήταν καθοριστικής σημασίας, και οι ηχητικές εξελίξεις απετέλεσαν σταθμούς, εξίσου σημαντικούς με την παρουσίαση του χρώματος ή του Cinemascope. Αξίζει λοιπόν να παρακολουθήσουμε την ηχητική διαδρομή και τα μονοπάτια που διήνυσε, μέχρι τη δημιουργία του πολυκάναλου ήχου και του Home Theater.

Η πορεία του ήχου στο πλευρό της εικόνας
Βρισκόμαστε στις αρχές του 21ου αιώνα, έχοντας διανύσει κάτι παραπάνω από 100 χρόνια κινηματογραφικής ιστορίας. Καταστάσεις, που σήμερα φαντάζουν δεδομένες ή ίσως σχεδόν ξεπερασμένες, κάποτε ξεπερνούσαν κατά πολύ το όριο της επιστημονικής φαντασίας. Ξεκινώντας από την πρώτη φωτογραφία στην ιστορία της ανθρωπότητας, συνεχίζοντας με την περιοδική εναλλαγή φωτογραφιών, που δημιουργούν στον ανθρώπινο εγκέφαλο την ψευδαίσθηση της κίνησης (μετείκασμα) και την πρώτη εγγραφή μουσικού δίσκου, έχουμε φτάσει στη λήψη ψηφιακών πακέτων, τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών προγραμμάτων, με εικόνα και πολυκάναλο ήχο υψηλής ποιότητας, από το διάστημα.
Ανατρέχοντας στα αρχεία της κινηματογραφικής ιστορίας, παρατηρούμε πως ο ήχος, από τα πρώτα κιόλας βήματά του, υστερούσε στην εξέλιξή του σε σχέση με την εικόνα. Ο ήχος μάλιστα έκανε την είσοδό του στον κινηματογραφικό χώρο, περίπου 30 χρόνια μετά την εφεύρεση της πρώτης κινηματογραφικής μηχανής από τους αδελφούς Lumiere, στα τέλη του 19ου αιώνα. Τα 30 χρόνια απουσίας του ήχου από τον κινηματογράφο, δημιούργησαν μία πολύ συγκεκριμένη αισθητική, καθιστώντας τον ήχο περιττό ή απλά συνοδευτικό, στην προσπάθεια αφήγησης των σκηνοθετών της εποχής.
Η καθυστέρηση αυτή όμως, δεν οφειλόταν στην άρνηση των παραγωγών, αλλά στο επίπεδο της ηλεκτρονικής τεχνολογίας της εποχής. Η εικόνα βασιζόταν σε μηχανικές και χημικές τεχνολογίες (μοτέρ, φακοί, φιλμ), σε αντίθεση με τον ήχο, που απαιτούσε την εισαγωγή των ηλεκτρονικών  (λυχνίες, αντιστάσεις, πυκνωτές) στιςΔιαμόρφωση των ηχείων σε συστήματα 5.1.κινηματογραφικές κατασκευές.
Όταν προβλήθηκε η πρώτη ταινία με ήχο («Ο Τραγουδιστής της Τζαζ», 1927), παρουσιάστηκαν νέες αφηγηματικές δυνατότητες στους παραγωγούς. Με την προσθήκη μιας νέας ανθρώπινης αίσθησης, τον ήχο, ο κινηματογράφος απέκτησε μία καινούρια διάσταση, πιο άμεση, αναβαθμίζοντας την απολαυστική εμπειρία και παράλληλα και την αισθητική.
Όμως, η καινοτομία αυτή δεν άργησε να θεωρηθεί ελλιπής, διότι η προβολή ταινιών με μονοκάναλο ήχο, δηλαδή με ήχο αναπαραγόμενο από ένα ηχείο, δεν έδινε στους θεατές την αίσθηση του χώρου.
Μετά τα πρώτα πειράματα της μουσικής βιομηχανίας, τη δεκαετία του 30, πάνω στον τρόπο λειτουργίας της ανθρώπινη ακοής, οι ειδικοί έβγαλαν το συμπέρασμα, πως, επειδή ο άνθρωπος έχει δύο αυτιά, δύο πρέπει να είναι και οι ηχητικές πηγές (κανάλια) για την εξομοίωση του χώρου κατά την ηχογράφηση και την αναπαραγωγή του ήχου. Ο πρώτος «στερεοφωνικός» δίσκος ήταν πλέον γεγονός και η στερεοφωνία δεν άργησε να μπει στους κύκλους του κινηματογράφου, κάνοντας το ντεμπούτο του το 1935 στη Γαλλία, με την ταινία «Ο Ναπολέων».
Εγκατάσταση ηχείων για πολυκάναλο ήχο 7.1.Περαιτέρω πειράματα όμως, απέδειξαν πως δύο κανάλια –και κατ’ επέκταση δύο ηχητικές πηγές- δεν ήταν αρκετά για την πλήρη αντίληψη του χώρου με τεχνητά μέσα, μέσα σε μία κινηματογραφική αίθουσα. Λόγος γίνεται για την ταχύτητα του ήχου, σε συνδυασμό με τη διαφορετική απόσταση της ηχητικής πηγής σε έναν φυσικό χώρο, από το κάθε ένα αυτί του ακροατή (διαφορά φάσης) και για τις ανακλάσεις του ήχου μέσα στον ίδιο το χώρο, με αποτέλεσμα το κάθε αυτί ξεχωριστά να δέχεται, όχι μόνο διαφορετικό ήχο κατευθείαν από την πηγή, αλλά και από τις ανακλάσεις που δημιουργούνται από τα διάφορα αντικείμενα του εκάστοτε χώρου. Έτσι, δεν έφτανε μόνο η εξομοίωση της ίδιας της ηχητικής πηγής, αλλά και του χώρου στον οποίο βρισκόταν η πηγή αυτή. Η υλοποίηση έπρεπε να γίνει με πολλά μικρόφωνα, τοποθετημένα σε συγκεκριμένες θέσεις κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων μιας ταινίας και με τη χρήση πολλών ηχείων σε μία κινηματογραφική αίθουσα, σε αντίστοιχες θέσεις με τα μικρόφωνα, κατά την προβολή της.
Η θεωρία αυτή δεν άργησε να γίνει πράξη, αφήνοντας άφωνους τους θεατές, στην πρεμιέρα της πρώτης κινηματογραφικής ταινίας με πολυκάναλο ήχο, «Fantasia» του Disney, το 1940.
Ακολούθησαν πολλές διαμάχες μεταξύ των εταιριών, η καθεμία από τις οποίες είχε αναπτύξει και το δικό της τρόπο εγγραφής και αναπαραγωγής πολυκάναλου ήχου πάνω στο φιλμ, όπως το 7κάναλο Cinerama (1952) και το 6κάναλο Todd AO (1955), λύσεις όμως που δεν επέτρεπαν τη μαζική παραγωγή, καθότι ανέβαζαν δραστικά το κόστος, περιορίζοντας την αντιγραφή των φιλμ σε stereo και με ήχο κακής ποιότητας.
Εγκατάσταση ηχείων σε σύστημα 5.1, με το υπογούφερ να βρίσκεται πίσω από την τηλεόραση.Μετά από δύο δεκαετίες αδράνειας και ερευνών πάνω στον ήχο και με την παράλληλη εξέλιξη της μικροηλεκτρονικής τεχνολογίας, η εταιρία Dolby ανέπτυξε ένα σύστημα αποθορυβοποίησης και βελτίωσης του στερεοφωνικού ήχου, που γραφόταν πάνω στο φιλμ μέχρι εκείνη την αποχή, με αποτέλεσμα την υψηλή ηχητική πιστότητα (Dolby Stereo, 1976). Περαιτέρω έρευνες της Dolby, οδήγησαν στη δημιουργία ενός συστήματος πολυκάναλου ήχου τεσσάρων καναλιών, κωδικοποιημένων σε δύο. Αυτό σήμαινε επανάσταση, διότι δεν ήταν πλέον απαραίτητη κάποια τροποποίηση στις προδιαγραφές του φιλμ, αντιθέτως. Πρακτικά, το φιλμ έφερε δύο οπτικά ίχνη καναλιών, όπως ακριβώς και στο stereo, τα οποία ήταν συμβατά και με τις «παλαιότερες» στερεοφωνικές κινηματογραφικές μηχανές, ενώ όποια αίθουσα ήθελε, μπορούσε πλέον να εισάγει στο σύστημά της κι έναν αποκωδικοποιητή Dolby για να αποκρυπτογραφήσει τα δύο επιπλέον «κρυμμένα» κανάλια. Έτσι, δημιουργήθηκε το Dolby Stereo SR (1987), οι προδιαγραφές του οποίου όριζαν δύο κανάλια «left & right (stereo)» (αριστερά και δεξιά από τον ακροατή), ένα κανάλι «center» (μπροστά) και ένα κανάλι «surround» (πίσω).
Παράλληλα, υπήρξαν κι άλλες υλοποιήσεις από ανταγωνιστικές εταιρίες, όπως ήταν το σύστημα της THX ή το CDS της Kodak, από τις οποίες, άλλες επικράτησαν κι άλλες όχι.
Η έκρηξη του Video (VHS) στις αρχές τις δεκαετίας του 80 και η εξέλιξη της ποιότητας του stereo ήχου στις συσκευές στα τέλη της δεκαετίας, οδήγησαν την Dolby στην παρουσίαση ενός νέου συστήματος πολυκάναλου ήχου για το σπίτι, το Dolby Pro-Logic. Το Home Theater έγινε πλέον πραγματικότητα, ενώ το σύστημα Pro-Logic, αξιοποιώντας το γεγονός ότι η ηχητική υποδομή του video ήταν ο στερεοφωνικός ήχος, όπως άλλωστε και του κινηματογράφου, δεν διέφερε καθόλου από το SR, με τη μόνη διαφορά ότι προοριζόταν για οικιακή χρήση και όχι για κινηματογραφικές αίθουσες. Έτσι, ο καθένας πλέον που διέθετε ένα στερεοφωνικό video, μπορούσε με τηνΔιαφορές στην τοποθέτηση των ηχείων για πολυκάναλα συστήματα 5.1, 6.1 και 7.1.απόκτηση ενός αποκωδικοποιητή Dolby Pro-Logic, να απολαύσει την απόλυτη κινηματογραφική ηχητική εμπειρία των τεσσάρων καναλιών (left, right, center, surround) στο σπίτι του, με την προϋπόθεση βέβαια ότι το υποστήριζε και η βιντεοκασέτα.
Όμως, στις αρχές της δεκαετίας του 90, έφτανε σιγά-σιγά η εποχή, όπου η αναλογική τεχνολογία, παρέδιδε τα σκήπτρα στην ψηφιακή. Η καθιέρωση του CD και η ανακάλυψη του DVD, έφεραν την Dolby αντιμέτωπη με το δύσκολο έργο της υλοποίησης πολυκάναλης ψηφιακής τεχνολογίας, τόσο για κινηματογραφική χρήση, όσο και για Home theater. Σε ότι αφορά το DVD, δεν υπήρχε πρόβλημα, καθώς δεν υπήρχαν προκαθορισμένα στάνταρ, όπως στο αναλογικό στερεοφωνικό φιλμ, όπου ο πολυκάναλος ήχος περιοριζόταν σε δύο μόλις ίχνη-κανάλια. Το πρόβλημα ήταν η αποτύπωση ψηφιακού πολυκάναλου ήχου, πάνω στην επιφάνεια του φιλμ. Η λύση δεν άργησε να βρεθεί και, χρησιμοποιώντας τεχνολογία παρόμοια με αυτή του MP3, ο πολυκάναλος ψηφιακός ήχος μπορούσε να γραφτεί ανάμεσα από τις εγκοπές (perforation) του φιλμ! Έτσι, δημιουργήθηκε το Dolby Digital 5.1, με προδιαγραφές έξι καναλιών: Left (μπροστά αριστερά από το θεατή), Right (μπροστά δεξιά), Center (μπροστά κέντρο), Left Surround (πίσω αριστερά), Right Surround (πίσω δεξιά), ενώ το έκτο κανάλι, που ονομάζεται «.1» λόγω της περιορισμένης συχνοτικής απόκρισης, αναλαμβάνει την αναπαραγωγή των μπάσων συχνοτήτων, ενώ το αντίστοιχο ηχείο (Sub Woofer) τοποθετείται… οπουδήποτε!
Γρήγορα έσπευσαν κι άλλες εταιρίες να ανακοινώσουν τις δικές τους υλοποιήσεις. Έτσι, δεν αργήσαμε ν’ ακούσουμε τον ήχο DTS, ο οποίος σύμφωνα με την εταιρία προσφέρει παρόμοιο αριθμό καναλιών με το Dolby Digital 5.1, όμως καλύτερη ποιότητα ήχου και τέλος το SDDS.
Διαφορές εγκατάστασης ηχείων, ανάμεσα σε συστήματα Dolby Pro-Logic και Dolby Pro-Logic II.Ο ανταγωνισμός δεν σταμάτησε εκεί. Σύντομα, η Dolby έσπευσε να απαντήσει με ένα σύστημα 7 καναλιών (Dolby Digital EX 6.1), η DTS με το αντίστοιχο DTS ES Discrete 6.1 και η LucasFilm με το THX EX. Οι προδιαγραφές των δύο πρώτων προβλέπουν ένα ακόμη κανάλι, το ηχείο του οποίου προβλέπεται να βρίσκεται τοποθετημένο στο κέντρο, πίσω από τον ακροατή (6.1) ενώ το THX EX προβλέπει, αντί για ένα κεντρικό πίσω κανάλι, δύο (7.1). Για οικιακή χρήση, το THX EX λέγεται THX Ultra 2.
Τέλος, η Dolby θέλοντας να εξελίξει το παλιό αναλογικό φορμά Dolby Pro-Logic, παρουσίασε το Dolby Pro-Logic II, ένα σύστημα πολυκάναλου ήχου, που απευθύνεται σε κάθε είδους αναλογική μετάδοση, από ραδιόφωνο και αναλογική δορυφορική ή επίγεια τηλεόραση, έως VHS. Η τεχνολογία του, βασιζόμενη στο παλιό Pro-Logic, κωδικοποιεί 5.1 αναλογικά κανάλια σε 2 (stereo). Έτσι, είναι εφικτή η μετάδοση 6 καναλιών π.χ. μέσα από ένα ραδιοφωνικό σταθμό FM stereo, επιτρέποντας τόσο την ακρόασή του σε stereo, όσο και σε 5.1, στην περίπτωση που διαθέτουμε αποκωδικοποιητή Pro-Logic II και η αναμετάδοση του προγράμματος του σταθμού είναι όντως 5.1.

Δορυφορική αναμετάδοση και πολυκάναλος ήχος
Η ευελιξία της ψηφιακής τεχνολογίας δεν άργησε να μεταφέρει την υλοποίηση ψηφιακού πολυκάναλου ήχου Dolby Digital, από το DVD και τον κινηματογράφο, στους δορυφορικούς δέκτες. Έτσι, βρίσκουμε δορυφορικά κανάλια να εκπέμπουν σε φορμά Dolby Digital, ενώ είναι συγκεκριμένες οι εκπομπές που το υποστηρίζουν. Δεν αρκεί δηλαδή να υποστηρίζει απλά ο σταθμός Dolby Digital, θα πρέπει να το υποστηρίζει και η εκάστοτε εκπομπή. Πέρα όμως από τα τηλεοπτικά κανάλια, θα πρέπει να το υποστηρίζει τόσο ο δορυφορικός μας δέκτης, όσο και ο ενισχυτής/ αποκωδικοποιητής, πάνω στον οποίο έχουμε συνδέσει το δέκτη.

Η τοποθέτηση
Ξεκινώντας από την τοποθέτηση των ηχείων για ένα σύστημα Dolby Digital 5.1, θα πρέπει να προσέξουμε τη σωστή τοποθέτησή τους γύρω από τη θέση τηλεθέασης. Το στάνταρ της Dolby προβλέπει ένα ζευγάρι ηχείων αριστερά και δεξιά από την τηλεόραση (Left & Right Speakers), ένα κεντρικό ηχείο πάνω από την τηλεόραση και ακριβώς μπροστά από τον τηλεθεατή (Center Speaker), ένα ζευγάρι ηχείων, τοποθετημένα αριστερά και δεξιά, πίσω από το θεατή, με μία κλήση προς αυτόν (Rear Left & Rear Right Speakers). Η καλωδίωση των ηχείων γίνεται σύμφωνα με τις οδηγίες χρήσης των κατασκευαστών των ηχείων και του ενισχυτή-αποκωδικοποιητή.
Σειρά έχει η σύνδεση του δορυφορικού δέκτη με τον ενισχυτή. Καταρχήν, θα πρέπει να αποφασιστεί ποιος τύπος ψηφιακής σύνδεσης θα χρησιμοποιηθεί (Optical ή Coaxial). Στην περίπτωση που ο δορυφορικός δέκτης διαθέτει Optical Out και ο ενισχυτής Optical In, συνδέουμε τις δύο συσκευές, με μία οπτική ίνα τύπου ToshLink. Στην περίπτωση που ο δορυφορικός δέκτης και ο ενισχυτής διαθέτουν coaxial out και in αντίστοιχα, ένα απλό καλώδιο τύπου RCA θα κάνει τηνδουλειά.
Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση, όπου για παράδειγμα, ο δορυφορικός δέκτης να παρέχει μόνο optical out και ο ενισχυτής μόνο coaxial in. Στην περίπτωση αυτή, η απευθείας ψηφιακή σύνδεση δεν είναι εφικτή, γι’ αυτό συνιστάται προσοχή κατά την αγορά του δέκτη και του ενισχυτή.
Στην περίπτωση που ο δορυφορικός μας δέκτης δεν υποστηρίζει ψηφιακή έξοδο AC-3, μπορούμε να επωφεληθούμε από την αναλογική έξοδο Left out και Right out, για την αξιοποίηση του Dolby Pro Logic II, με την προϋπόθεση ότι το υποστηρίζει τόσο το τηλεοπτικό κανάλι, όσο και ο ενισχυτής – αποκωδικοποιητής. Η τοποθέτηση των ηχείων στην περίπτωση αυτή, είναι παρόμοια με αυτή του Dolby Digital, ενώ η σύνδεση με τον ενισχυτή γίνεται μέσω της εισόδου Dolby Pro-Logic II του ενισχυτή, απλώς με ένα ζευγάρι καλωδίου RCA.
(Αναρτήθηκε στις 02/11/2010)